- ἐπιδεινοπαθέω
- ἐπιδεινοπᾰθέω,A gloss on ἐπαλαστήσασα, Apollon.Lex.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιδεινοπαθήσασα — ἐπιδεινοπαθήσᾱσα , ἐπιδεινοπαθέω aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)